-
1 υγρώ
ὑγράζωto be wet: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)ὑγρόςwet: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ὑγράζωto be wet: fut opt act 3rd sgὑγρόςwet: masc /neut dat sg -
2 ὑγρῶ
Βλ. λ. υγρώ -
3 ὑγρῷ
Βλ. λ. υγρώ -
4 υγρώι
-
5 ὑγρῶι
-
6 βαίνω
βαίνω (βαίνει; -ων, -οισα, -ον: impf. ἔβαινον, -ε: aor. 2, intrans. ἔβᾶν, -ᾶ, -ᾰν; βάντες; βᾶμεν: pf. βέβᾶκεν: aor. 1 subj., trans. βάσομεν)1 come, goa abs. “ πεύθομαι δ' αὐτὰν (= βώλακα) κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” P. 4.39ταχέες ἔβαν P. 4.180
ἀκλεὴς δ' ἔβα fr. 105b. 3.Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.97
Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.74
ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος N. 6.57
b followed by subs. with local suffix.Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34
ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36
ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
c c. prep.,Iἐπί, ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.41
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
IIἐς, ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2
IIIπρός, οἶοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
IV σχεδόν, τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις v. σχεδόν Παρθ. 2. 70.d c. acc. cogn. Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191*e part., going, walking ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων sc. Philoktetes P. 1.55κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. Παρθ. 2. 70, supra.f met.τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; -γτ; ἄγχιστα βαῖνον ( ὁδῶν supp. Hermann, ἐτᾶς Bergk) I. 2.102 aor. 1 trans., made to travelὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24
3 frag. ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου[ Πα. 22b. 6. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ ( βαίνειν) ubi fort. βαίνειν Pindaro tribuendum fr. 230.4 in tmesis. ἐπὶ μὰν βαίνει v.ἐπιβαίνω O. 7.45
-
7 ἕπομαι
ἕπομαι (ἕπομαι, -εται, -ονται; ἕπηται; ἕποιτο; ἑπέσθω; ἑπόμενοι: fut. ἕψεται, -ονται: impf. ἕπετο: aor. ἕσπετο; coni. ἑσπέσθαι; ἑσπόμενοι, σπομέναν.)1 followa of people, c. dat.καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39
καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον· ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.36
τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ Παρθ. 2.. Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα[ι (supp. Lobel) Pae. 15.4b of things, c. dat. “πεύθομαι δ' αὐτὰν κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” (the clod went with the spray by which it was washed into the sea, Gildersleeve) P. 4.40 met., ὅλβος ἅμ' ἕσπετο sc.Ἰαμίδαις O. 6.72
μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν ( ἕσπητ v. l.) O. 8.11 τόλμα δε καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο ( ἕποιτο v. l.) O. 9.83μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.42
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων (sc. σοι) P. 1.82 οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ (Heindorf: βροτῶν codd.) P. 2.75τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται P. 3.84
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (sc. σοι) P. 5.55 ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν ( ἕσποιτο coni. Mosch.) P. 10.17μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος ( ἕπετο v. l.) fr. 119. 4.cI heed, obey ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω̆ ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (Pauw: σπέσθαι codd.) I. 6.17 σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131. b. 1.II accord, be in keeping with ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (ἐπ' αὐτῶν ἁρμόζει. Σ.) O. 2.22 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” N. 3.29 “ θυμὸς δ' ἑπέσθω” (sc. καθάπερ καὶ τὸ σῶμα. Σ.) I. 6.49III be attendant, beἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
IV follow, traceἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα O. 10.78
V dub., follow c. acc. ἕπεται δέ, Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ ( κατά subaudit Σ: ἐπέβα coni. Wil.: πολυγνώτῳ γένει Er. Schmid: ἐφέπει Bury) N. 10.37VI fragg. ἕπομ[αι (supp. Snell) fr. 215. 13. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι fr. 246a. -
8 ἑσπέρα
ἑσπέρα (1ϝεσπ- I. 8.44
) eveningἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.44 gen., at eveningἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” P. 4.40 -
9 πέλαγος
πέλᾰγος (-εϊ, -ος; -εσσι.)1 (expanse of) the seaφαντὶ οὔπω φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
“ ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P. 4.251
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγεϊ ὑπερόχους N. 3.23
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει) N. 4.49 ]δέ μιν ἐν πελ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Wil.: πελ[α]γε[ι] G-H.) Πα. 7B. 46. ( δελφῖνος) τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. met., πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. -
10 ὑγρός
aI wateryἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς O. 7.69
“ ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40II moisture-ladenπρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
-
11 διατριβή
διατρῐβή, ἡ,A wearing away, esp. of Time, way or manner of spending,χρόνου τε διατριβὰς.. ἐφηῦρε.. πεσσοὺς κύβους τε
pastimes,S.
Fr.479.2: hence, abs.,1 pastime, amusement, Ar.Pl. 923, Alex. 219.4, etc.;ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ δ. D.21.71
;γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινί Aeschin.1.175
, cf. Plu.Tim.11;τοῦ συμποσίου δ. Alex.185
;παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ.
materiem jocandi,Plu.
Per.4, cf. Jul.Or.2.52b; place of amusement, Men.481.10, Bato 2.4.2 serious occupation, study, etc.,τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. τεθραμμένους Pl.Tht. 172c
;διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι Lys.16.11
, cf. Is.11.37;πρός τι Aeschin.2.38
; ;ἡ δ. τὰ πολλὰ ἐν λόγοις Pl.Ly. 204a
.b discourse,τὰς ἐμὰς δ. καὶ τοὺς λόγους Id.Ap. 37d
, cf. Grg. 484e, Isoc.12.19, etc.;αἱ πολιτικαὶ δ. D.H.10.15
.c short ethical treatise or lecture,δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις Hermog. Meth.5
, cf. Suid.: title of works by Zeno, Cleanthes, etc.d school of philosophy, Ath.5.211d, al., Luc.Alex.5;Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal. 8.579
;Ἐπικούρου δ. Numen.
ap. Eus.PE14.5; also, a place of teaching, school,ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.Fr. 217
, cf. Phld.Acad.Ind.p.39 M., Luc.Nigr.25, Ath.8.350b.3 way of life, passing of time,δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.Nu. 1055
;δ. νέων ἐν δικαστηρίοις And.4.32
; ἡ ἐν Σικελίᾳ δ. stay there, Pl.Ep. 337e; ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὑγρῷ τὴν δ., ἐν τῇ γῇ, Arist. HA 487a20, Resp. 474b26;διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατ ρίβειν Aeschin. 1.147
.II in bad sense, waste of time, loss of time, delay, with or without χρόνου, E.Ph. 751, etc.;δ. ποιεῖσθαι Isoc.4.164
: pl.,δ. καὶ μελλήσεις Th.5.82
; χρόνου δ. ἐμποιεῖν, παρέχειν, Id.3.38, X.Oec.8.13, etc.;ἐμβαλεῖν Plu.Nic.20
; διατριβὴν ποτῷ ποιεῖν prolong a carouse, Alex.226.4.V sens. obsc., = συνουσία, Procop. Arc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατριβή
-
12 εἴλω
εἴλω (also [full] εἰλέω, [full] εἱλέω, [full] εἴλλω, [full] εἵλλω, [full] ἴλλω; εἱλῶνται is f.l. in Aret.SD1.2), a word whose meanings are traceable to various roots of similar form, v. infr. D.—From εἴλω ([tense] pres. in Hom. only [voice] Pass. part. εἰλόμενος (v. infr.)), we have [dialect] Ep. [tense] aor.Aἔλσα Il.11.413
, inf.ἐέλσαι 21.295
, [dialect] Dor. part.ἔλσαις Pi.O.10(11).43
:—[voice] Med., [tense] aor.ἠλσάμην Semon.17
:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἐάλην [pron. full] [ᾰ] Il.13.408; inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, 16.714, 18.76; part. ἀλείς, εῖσα, έν 22.308: [tense] pf. ἔελμαι, part. -μένος 13.524
:—for ἐόλει, ἐόλητο, v. ἐόλει.—Fromεἰλέω Il.2.294
: [tense] impf.εἴλεον Od.22.460
; [var] contr.εἴλει Il.8.215
, Od.12.210;ἐείλεον Il.18.447
: [tense] fut. , AP12.208 (Strat.): [tense] aor. , Dsc.5.87 (ἐν-):—[voice] Med., [tense] impf.εἰλεῦντο Il.21.8
; part.εἰλεύμενος Hdt.2.76
:—[voice] Pass., [tense] aor.εἰλήθην Hp.Morb.4.52
: [tense] pf. and Is.11.5 (s. v. l.), Lyc. 1202: [tense] plpf.εἴληντο J.AJ 12.1.9
.A shut in (less freq. shut out, εἰλέσθων τοῦ ἱαροῦ let them be shut out from the temple, IG22.1126.48 (iv B.C.)); [Ὀδυσῆα] ἔλσαν ἐν μέσσοισι μετὰ σφίσι, πῆμα δὲ ἔλσαν (Zenod., v.l. πῆμα τιθέντες) Il.11.413;ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ Od.12.210
, cf. 22.460;ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί· εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι Od.19.200
;ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294
;εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir. 840a33
, cf. EM298.29; εἰς ἄστυ ἄλεν (for ἄλησαν) Il.22.12;κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα 24.662
;ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων 18.287
; ; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ponded water, prevented from flowing away, Il.23.420; ὅσοι πικροὶ.. χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι (v.l. εἰλόμενοι) τὴν ἀφ' αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, Pl.Ti. 86e.2 hinder, hold in check, prevent,ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος Il.13.524
, cf. A.Fr.25: ἔλλοψ (as though ἴλλοψ ) is derived from ἴλλεσθαι = εἴργεσθαι and ὄψ = φωνή by Ath.7.308c.3 enclose, cover, protect,ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας Callin.1.11
; τῇ ὕπο (sc. τῇ ἀσπίδι) πᾶς ἐάλη he was entirely covered, Il.13.408.B press, as olives and grapes, Paus.Gr.Fr.155; ἀμφὶ βίην Διομήδεος.. εἰλόμενοι huddling around him, Il.5.782; ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς ἀνδρῶν, εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην here where men throng, ib. 203;πλῆθεν.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν εἰλομένων· εἴλει δὲ.. Ἕκτωρ 8.215
, cf. 1.409, 18.447, 21.295; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων ib. 607; ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο they were forced into the river, ib.8; εἱλουμένης τῆς τροφῆς the nourishment being concentrated, Thphr.CP6.11.8;θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα Od.11.573
; [λέων] ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ hard- pressed, A.R.2.27;ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατερριζοῦτο Pl.Ti. 76b
:—[voice] Pass., of crowds, swarm, jostle one another,ἐν ὀλίγῳ εἰλουμένους Plu.Crass.25
; of ants, Luc.Icar.19.2 in [tense] aor. [voice] Pass., of a man or animal, contract his body, draw himself together, ; ἐνὶ δίφρῳ ἧστο ἀλείς ( huddled up),ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
; of a lion when struck,ἐάλη τε χανών 20.168
; of a warrior,Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν 21.571
; , Od. 24.538.II without the idea of pressure, collect,ἐν Πίσᾳ ἔλσαις στρατὸν λείαν τε πᾶσαν Pi.O.10(11).43
:—[voice] Pass., Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνθάδε πάντας to assemble, Il.5.823.C (found only in the forms εἰλέω ([etym.] εἱλ-) , ἴλλω) wind, turn round, ; ἀπὸ δὲ τῶ[ν πετρῶν] ἴλλει ἡ στεφάνη ἐπὶ τὸν λόφον GDIiv p.847 (iv B.C.);νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος A.R.2.571
; roll, γλῶσσαν dub.in Call.Iamb.1.144:— [voice] Pass., revolve, move to and fro,ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340
(lyr.);οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἰλέονται Luc.Astr.29
; περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν ἰών, as etym. of ἥλιος ([etym.] ἀέλιος), Pl.Cra. 409a; εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος they pivot or swing round on the sound leg, Hp.Art.52, cf. Mochl.20; of a flame,περὶ δ' αὐτὸν εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104
; κατ' αὐτὸν (sc. τὸν κισσὸν) ἕλιξ εἰλεῖται is twined round, Theoc.1.31; ap. Stob.1.3.52; also of hair on the crown, to be whorled, Ruf.Onom.13.II roll up tight, [κῶας] εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181
;τὴν μηλωτὴν εἱλήσας LXX 4 Ki. 2.8
:—[voice] Pass., ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσι furled, A.R.1.329.III metaph. in [voice] Pass., ἐν ποσὶ εἱλεῖσθαι to be familiar, Hdt. 2.76;οἱ περὶ τὰς δίκας εἱλούμενοι Max.Tyr.28.3
, cf. Alciphr.3.60,64.D It seems impossible to derive all the above uses from an orig. sense squeeze, though most of those under A and B, as well as C. II, might be so explained; but A seems to imply a root meaning bar, cf. ἀποϝηλέω, ἐγϝηληθίωντι, ϝήλημα (βήλημα), εἶλαρ, and C is to be compared with εἰλύω, Lat. volvo: some passages are doubtful in meaning, μή νυν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί do not roll or wrap your thought round you, or do not confine your thought within you, Ar.Nu. 761; γῆν.. ἰλλομένην (v.l. εἱλλ-, εἰλλ-) was taken to mean revolving by Arist.Cael. 293b31 (cf.περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Mete. 356a5
) but expld. (omitting τήν ) as packed tightly about.. by Procl.in Ti.3.136 D.; ἐν δὲ τῇ ταραχῇ (in the churning) εὐρυχωρίης γινομένης, εἰλέεται (sc. τὸ ὑγρόν) ἀποκεκριμένον καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα perh. is squeezed out, Hp. Morb.4.51; πρὶν δὲ ταραχθῆναι οὐκ ἔχει ἐκχωρέειν τὸ πλεῖον τοῦ ὑγροῦ, ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλέεται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ is driven up and down, ibid.:— νῆα κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας (ἐλάσας Zenod.
) ἐκέασσε prob. striking the ship.., Od.5.132, cf. 7.250 (only here in this sense). -
13 προσκυλινδέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκυλινδέομαι
-
14 πύρωσις
A firing, burning, Thphr.HP5.9.1.2 exposure to the action of fire, as in cooking, Arist.Pr. 928a24, Thphr.HP7.7.2, Lap.4,al.; ἡ ἐν τῷ ὑγρῷ π. boiling, Arist.Mete. 380b28; μαλακὴ π. Mnesith. ap. Ath.8.357d.III metaph., burning desire, Sch.Ar.Pl. 975.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύρωσις
-
15 συγκαταμείγνυμι
A mix in with, mingle, blend with, Χάριτας Μούσαις συγκαταμειγνύς E HF674 (lyr.);ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμειγνύναι X.Hier.6.2
:— [voice] Pass., σ. εἰς τὸ σῶμα to be absorbed into.., Pl.Plt. 288e; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαταμείγνυμι
-
16 συναιωρέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιωρέομαι
-
17 φυράω
Aφυρῶσι Hdt.2.36
: [tense] fut. - άσω [pron. full] [ᾱ] A.Th.48: [tense] aor. , [dialect] Ion.- ησα Hp.Fist.10
: [tense] pf.πεφύρᾱκα Cic.Att.6.4.3
, 6.5.1:—[voice] Med., [tense] aor.ἐφυρᾱσάμην Ar.Nu. 979
(anap.); [dialect] Ion. :—[voice] Pass., [tense] aor. ἐφυράθην [pron. full] [ᾱ] Pl. Tht. 147c, APl.4.191 (Nicaen.); [dialect] Ion.- ήθην AP7.748
(Antip.Sid.): [tense] pf. πεφύραμαι, [dialect] Ion. - ημαι (v. infr.):—lengthd. form of φύρω (but almost limited to the sense of mixing flour and similar substances),φ. τὸ σταῖς τοῖσι ποσί Hdt.
l.c.;οἴνῳ φυρήσας Hp.
l.c., cf. PHolm.4.9; εἰς ὕδωρ φ. ib.6.18; φ. μετὰ ὑδραργύρου ib.4.35;μᾶζαν φ. Hp. Vict.2.40
; bread-kneaders,X.
HG7.2.22; γῆν τήνδε φυράσειν φόνῳ to make earth into a bloody paste, A. l.c.;γῆν.. ἐφύρασε καὶ ἔδευσε μυελῷ Pl.Ti. 73e
: [voice] Pass.,ἄρτος πολλῷ ὕδατι πεφυρημένος Hp.VM14
; ἰσχυρῶς πεφ. ibid.; οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ ἄλφιτα πεφυραμένα (v.l. πεφυρμένα) Th.3.49;γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα πηλὸς ἂν εἴη Pl.Tht. 147c
.2 metaph., μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν πρὸς τὸν ἐραστὴν ἐβάδιζεν making one's voice supple, i.e. soft, towards one's lover, Ar. l.c.; πολέεσσι πεφύρησαι χαλεποῖσι, θυμέ art confounded by.. Philet.7.1; πεφυρακέναι τὰς ψήφους to have cooked the accounts, Cic. Il. cc. -
18 ἐναποπλύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναποπλύνω
-
19 ἐπιποτάομαι
ἐπιποτάομαι, lengthd. for ἐπιπέτομαι,A fly or hover over, τοῖον ἐπὶ ;Στυγία τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται Id.Pers. 668
;γῆν καὶ θάλατταν Ph.2.200
.II. float upon,ἀέρι Dsc.5.75
;τῷ ὑγρῷ Porph.Antr.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιποτάομαι
-
20 ἰσοβαρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοβαρέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑγρῶ — ὑγράζω to be wet fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑγρός wet masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρῷ — ὑγράζω to be wet fut opt act 3rd sg ὑγρός wet masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρῶι — ὑγρῷ , ὑγράζω to be wet fut opt act 3rd sg ὑγρῷ , ὑγρός wet masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VELUM — I. VELUM an ex volare, an ex vellere, an ex verbo velare? dictum, multiplicem in vita usum habet. Deorum sane simulacra antiquitus obiectô velô abdebantur. Appuleius, l. 11. Metam. Ac dum, Velis candentibus reductis in diversum, Deae venerabilem… … Hofmann J. Lexicon universale
πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… … Dictionary of Greek
πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε … Dictionary of Greek